τερλίκι
(ουσ. ουδ.)
τ͑ερλίκι
[tʰerˈlici]
Ανακ., Σινασσ.
τερλίτσ̑ι
[terˈlitʃi]
Μισθ.
ταρλίκ'
[tarˈik]
Μισθ.
τιαρλίχ
[tçarˈlix]
Μισθ.
Πληθ.
τερλίκια
[terˈlica]
Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ.
τ͑ουρλούχια
[tʰurˈluça]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. τερλίκι = λεπτό ύφασμα με ρίγες, το οπ. από το τουρκ. ουσ. terlik = α) κάλτσα εν είδει παντόφλας β) φόδρα γ) διαλεκτ., σκούφος, δ) παλ. τουρκ., τσόχα.
1. Χοντρή μάλλινη κάλτσα, οικιακή παντόφλα, τερλίκι
ό.π.τ.
:
Βγαλλίσ̑κουν τα τ͑ερλίκια τουνε
(Βγάζουν τις κάλτσες τους)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πλέκου τερλίκια, πλέκου τσοράπια
(Πλέκω κάλτσες, πλέκω τσουράπια)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
2. Σκληρό και μυτερό κάλυμμα κεφαλής της νύφης
Μισθ.