ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερλίκι (ουσ. ουδ.) τ͑ερλίκι [tʰerˈlici] Ανακ., Σινασσ. τερλίτσ̑ι [terˈlitʃi] Μισθ. ταρλίκ' [tarˈik] Μισθ. τιαρλίχ [tçarˈlix] Μισθ. Πληθ. τερλίκια [terˈlica] Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ. τ͑ουρλούχια [tʰurˈluça] Σίλ. Νεότ. ουσ. τερλίκι = λεπτό ύφασμα με ρίγες, το οπ. από το τουρκ. ουσ. terlik = α) κάλτσα εν είδει παντόφλας β) φόδρα γ) διαλεκτ., σκούφος, δ) παλ. τουρκ., τσόχα.
1. Χοντρή μάλλινη κάλτσα, οικιακή παντόφλα, τερλίκι ό.π.τ. : Βγαλλίσ̑κουν τα τ͑ερλίκια τουνε (Βγάζουν τις κάλτσες τους) Ανακ. -Κωστ.Α. Πλέκου τερλίκια, πλέκου τσοράπια (Πλέκω κάλτσες, πλέκω τσουράπια) Σεμέντρ. -Στεφαν.
2. Σκληρό και μυτερό κάλυμμα κεφαλής της νύφης Μισθ.