ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαθησιό (ουσ. ουδ.) μαθησιό [maθiˈsço] Μαλακ. μαθησ̑ό [maθiˈʃo] Φλογ. μαησιό [maiˈsço] Μισθ. μαχεσ̑ό [maxeˈʃo] Αξ. Από το ουσ. μαθεσία με αλλαγή γέν. Για τον σχηματ. αυτό (π.χ. αλήθειο αντί αλήθεια, βοήθειο αντί βοήθεια κ.ά.), βλ. Georgacas (1951: 203-206).
Τρόπος συμπεριφοράς, ανατροφή ό.π.τ. : Ιτό τι μαησιό 'νι; (Τι συμπεριφορά είναι αυτή;) Μισθ. -Μακρ. Πβ. τερμπιγέ