μαϊντανός
(ουσ. αρσ.)
μαϊντανός
[majdaˈnos]
Σίλ.
μαρντανός
[mardaˈnos]
Φάρασ.
μαγντανόζι
[maɣdaˈnozi]
Φάρασ.
μαγτανόσι
[maɣtaˈnosi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. maydanoz < ελλ. μακεδονήσιον, πβ. και νεότ. τύπ. μαντανός (Λεξ. Σομ., λ. herba-petrosemolo).
To φυτό μαϊντανός (Petroselinum crispum)
ό.π.τ.