ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακάρι (επίρρ.) μακάρι [maˈkari] Μισθ., Σινασσ. μακάρ’ [maˈkar] Μισθ. μακάρε [maˈkare] Σινασσ. μακάρες [maˈkares] Σινασσ. μάκρι [ˈmakri] Μισθ. Μεσν. επίρρ. μακάρι , πβ. Ἡσύχ. Ε 794 «εἴθε· ὄφελον. μακάρι. αἴθε. εὐκτικὸν ἐπίῤῥημα».
Είθε, μακάρι ό.π.τ. : Μακάρ’ να ρανήσουμ’ πάλ' ντα τόπουϊά μας (είθε να δούμε πάλι τα μέρη μας) Μισθ. -Κοτσαν. Μάκρι να περνάσ’ τσ' ατό (Μακάρι να περάσει κι αυτή, ενν. στις εξετάσεις) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Μακάρε να γενεί αβούτζα που ‘ν’ η καλή ώρα (Μακάρι να γίνει έτσι που είναι καλή η ώρα˙ ως ευχή) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ας :4, ισαλλάχ, κάμο :1, κέσκε, να