μακανίζω
(ρ.)
μακανίζω
[makaˈnizo]
Σινασσ.
Πιθ. από το αρχ. ρ. μηκάζω = βελάζω, αναλογ. κατά το βρουκανίζω. Εναλλακτικά, πιθ. συνθέεται με το κοινό ν.ε. μουκανίζω και μουγκανίζω (< αρχ. μυκῶμαι) με υποχωρ. αφομ.