μελεντίζω
(ρ.)
μελενdίζου
[melenˈdizu]
Δίλ.
μελετίζου
[meleˈtizu]
Μαλακ.
μελεϊτίζω
[meleiˈtizo]
Σινασσ.
μα̈λα̈τίζω
[mælæˈtizo]
Φάρασ.
μελεdώ
[meleˈdo]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
μελετώ
[meleˈto]
Σίλατ., Φλογ.
μελεϊτώ
[meleiˈto]
Σινασσ.
μα̈λα̈τάω
[mælæˈtao]
Φάρασ.
μεγλεΐζου
[meɣleˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
μελέτ'σα
[meˈletsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. melemek (αόρ. meledi) = βελάζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε - ώ με μεταπλ.