μελεντίζω
(ρ.)
μελενdίζου
[melenˈdizu]
Δίλ.
μελετίζου
[meletizu]
Μαλακ.
μελεϊτίζω
[meleiˈtizo]
Σινασσ.
μα̈λα̈τίζω
[mælæˈtizo]
Φάρασ.
μελεdώ
[meleˈdo]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
μελετώ
[meleˈto]
Σίλατ., Φλογ.
μελεϊτώ
[meleiˈto]
Σινασσ.
μα̈λα̈τάω
[mælæˈtao]
Φάρασ.
Αόρ.
μελέτ'σα
[meʹletsa]
Μαλακ.
Από το αόρ. meledi του τουρκ. ρ. melemek = βελάζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε - ώ με μεταπλ.
Για αιγοπρόβατα, βελάζω
ό.π.τ.
:
Tα αρνιά μελετούν
(Τα αρνιά βελάζουν)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Ερούταν σο σταβλού το θύρα, μελέταναν
(Έρχονταν στην πόρτα του στάβλου, βέλαζαν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361