μεκιαρέ
(ουσ. ουδ.)
μεκιαρέ
[mecaˈre]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. mekkâre = επιταχθέν ζώο.
Είδη, όπως ζώα, σιτηρά, άμαξες, που επιτάσσονται από τις αρχές