μεκτουπτσής
(ουσ. αρσ.)
μεκτουπτσ̑ής
[mektupˈtʃis]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. μεκτουπτζῆς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. mektupçu = γενικός γραμματέας σε νομαρχία ή υπουργείο.
Ο ιδιαίτερος γραμματέας του νομάρχη