μέλα
(ουσ. θηλ.)
μέλα
[ˈmela]
Μαλακ., Σινασσ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. malle = μούργα, ίζημα λαδιού, ξυδιού κτλ. Ίσως να σχετίζεται και με το ποντ. μάλα̈ = α) σύφιλη β) ψώρα, το οπ. σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1958-1961: λ. μάλα̈) από την ιταλ. φρ. mal francese = σύφιλη.
Πιτυρίδα των τριχών
ό.π.τ.