μέλα
(ουσ. θηλ.)
μέλα
[ˈmela]
Μαλακ., Σινασσ.
Πιθ. η λ. συνδέεται με την ποντ. λ. μάλα̈ = α) σύφιλη β) ψώρα, το οπ. σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1958-1961: λ. μάλα̈), το οπ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. amâl = αφροδίσιο νόσημα (THADS, λ. amâl II).
Πιτυρίδα των τριχών
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025