μάκινα
(ουσ. θηλ.)
μάκ͑ινα
[ˈmakʰina]
Σίλ., Φάρασ.
Αρσ.
μακινάς
[maciˈnas]
Φάρασ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. makina ή makine = μηχανή, το οπ. από το ιταλ. macchina < λατ. machina < αρχ. μαχανά/μηχανή.
2. Ειδικότ., ραπτομηχανή
Σίλ.
:
Σε ράψου νιούγου οπ’ τση μάκινα
(Θα ράψω λίγο με την ραπτομηχανή)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6