ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάκινα (ουσ. θηλ.) μάκ͑ινα [ˈmakʰina] Σίλ., Φάρασ. Αρσ. μακινάς [maciˈnas] Φάρασ. Από το ιταλ. ουσ. macchina μέσω του τουρκ. makina ή makine = μηχανή. Πβ. ποντ. μάκενα.
1. Μηχανή ό.π.τ. : Γιαγλαdώ τη μάκινά μου (Λαδώνω την μηχανή μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. μηχάνι :2
2. Ειδικότ., ραπτομηχανή Σίλ. : Σε ράψου νιούγου οπ’ τση μάκινα (Θα ράψω λίγο με την ραπτομηχανή) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6