ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακρινός (επίθ.) μακρινός [makriˈnos] Δίλ., Τροχ. Nεότ. επίθ. μακρινός.
Μακρύς ό.π.τ. : Θα πάμ’ σο μακρινό το στράτα (Θα κάνουμε μακρύ δρόμο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Πιανίσκαμ’ μακρινό χορό (Στήναμε μακρύ χορό) Δίλ. -ΚΜΣ-ΚΠ171 Συνών. μακρύς, ουζούνης
Τροποποιήθηκε: 19/01/2025