μακρινός
(επίθ.)
μακρινός
[makriˈnos]
Δίλ., Τροχ.
Nεότ. επίθ. μακρινός.
Μακρύς
ό.π.τ.
:
Θα πάμ’ σο μακρινό το στράτα
(Θα κάνουμε μακρύ δρόμο)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Πιανίσκαμ’ μακρινό χορό
(Στήναμε μακρύ χορό)
Δίλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ171
Συνών.
μακρύς :1, ουζούνης :2