μάλαγμα
(ουσ. ουδ.)
μάλαγμα
[ˈmalaɣma]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
μάλαμα
[ˈmalama]
Ανακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τζαλ., Τσαρικ., Φλογ.
Θηλ.
μάλαγμα η
[ʹmalaɣma]
Φάρασ.
Μεταγν. ουσ. μάλαγμα = μαλακτικό. O τύπ. μάλαμα ήδη μεσν., πβ. Λίβ. V 2626 «λιθάριν λυχνιτάριν | δεμένον μὲ τὸ μάλαμαν, αὐτόφυον δακτυλίδιν». Η σημ. ‘σιτάρι ανακατεμένο με το στάχυ’ από το τουρκ. διαλεκτ. mala(ğ)ma = α) κόκκος σταριού μαζί με άχυρο β) σωρός από δεμάτια που δεν έχουν ακόμη αλωνιστεί γ) μείγμα, πβ. μεσν. μαλάγμη = μείγμα. Κατά τον Καραποτόσογλου (1985: 146-157) η λ. μάλαγμα = κράμα μετάλλων προέρχεται από το συριακό malagma, βλ. και Tzitzilis (1987α: 83- 84).
1. Χρυσάφι, μάλαμα
Ανακ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ.
:
Σέμην απέσω και τρανά εδώ μάλαγμα, εκεί ασήμι, εδώ λίρες, εκεί φλωριά
(Μπήκε μέσα και βλέπει εδώ χρυσάφι, εκεί ασήμι, εδώ λίρες, εκεί φλουριά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το κορίτσι σ' έν' ένα κομμάτ' μάλαγμα
(Το κορίτσι σου είναι ένα κομμάτι μάλαμα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Χώμα να πιάνεις και μάλαγμα να νίσκεται
(Χώμα να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται· ευχή)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Έλα μάνα ας την δώκουμε την Οβτοκιά σα ξένα,
ας πάρουμ' ώριο μάλαγμα, λογάρι τζ̑υγισμένο (Έλα μάνα ας την δώσουμε την Ευδοκία στα ξένα,
ας πάρουμε ωραίο χρυσάφι, πλούτο ζυγισμένο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αλτούνι, φλουρί :2, χρυσάφι, χρυσός
ας πάρουμ' ώριο μάλαγμα, λογάρι τζ̑υγισμένο (Έλα μάνα ας την δώσουμε την Ευδοκία στα ξένα,
ας πάρουμε ωραίο χρυσάφι, πλούτο ζυγισμένο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αλτούνι, φλουρί :2, χρυσάφι, χρυσός
2. Τα αλωνισμένα στάχυα που δεν έχουν λιχνιστεί ακόμη
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τζαλ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
:
Το μάλαγμα γένεν, ας το σερέψουμ’ χινέρ’
(Το μάλαγμα έγινε, ας το μαζέψουμε σε σωρό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
πατός :2
β.
Ψιλό άχυρο, αχυρόσκονη
Ουλαγ., Φάρασ.
3. Τα τσίπουρα μαζί με μούστο και συνεκδ. το πιθάρι που τα περιέχει
Σινασσ.