μαλακοπίτικος
(επίθ.)
μαλακοπίτικου
[malakoˈpitiku]
Μαλακ.
μαλακοπίτ'κο
[malakoˈpitko]
Σινασσ.
Από το ουσ. Μακαλοπίτης και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
1. Αυτός που αναφέρεται στην Μαλακοπή
Μαλακ.
:
Είδιες και τον μέτερο τον Κώτσο που δουλεύ’ στο μαλακοπίτ’κο το χαβιαράδικο;
(Είδες και τον δικό μας τον Κώστα που δουλεύει στο χαβιαράδικο που ανήκει σε Μαλακοπίτες;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Στον πληθ., η γεωγραφική ποικιλία της καππαδοκικής διαλέκτου που μιλούσαν στην Μαλακοπή
Μαλακ.