μάζω (II)
(ρ.)
μάζω
[ˈmazo]
Φερτάκ.
Παρατατ.
μάισκα
[ˈmaiska]
Μισθ.
μαζεύκα
[maˈzefka]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. μαζεύω, αόρ. έμασα.
Μαζεύω
:
Σου ναυλή μέσα αλώνι'ίς τα, βόριζίς τα, μάισκις του σου αμbάρ'
(Στην αυλή μέσα τα αλώνιζες, τα λίχνιζες, τα μάζευες στην σιταποθήκη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κάτι χόρτα τα δίνκαμε για ευκοίλια· μαζεύκαμε το γάλα τους και ήτουνε γιατρικό
(Κάτι χόρτα τα δίναμε για ευκοίλια· μαζεύαμε τον οπό τους και ήταν γιατρικό)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
γιγντίζω, επισωρεύω, μπιρικτιρντίζω, σωρεύω, τοπλαντίζω