μάδος
(ουσ. αρσ.)
μάδος
[ˈmaðos]
Ανακ.
μάδους
[ˈmaðus]
Μαλακ.
μάδο
[ˈmaðo]
Δίλ., Φλογ.
Υποχωρ. από το ρ. μαδώ, όπου και τύπ. μαδίζω, κατά το σχήμα θέρος-θερίζω.
Eποχή και διαδικασία ξερριζώματος οσπρίων, είδος θερισμού
ό.π.τ.
:
Στο μάδο δίνισ̑καμ’ μεροκάματο δύο γρόσ̑α
(Στο θέρισμα δίναμε μεροκάματο δύο γρόσια)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Πάμ’ να θερίσωμ’, να μαΐσωμ’, να πάω σο μάδο
(Πάμε να θερίσουμε, να ξερριζώσουμε, να πάω στο θέρισμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
μάδισμα :2, σόκτημα