ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάδος (ουσ. αρσ.) μάδος [ˈmaðos] Ανακ. μάδους [ˈmaðus] Μαλακ. μάδο [ˈmaðo] Δίλ., Φλογ. Υποχωρ. από το ρ. μαδώ, όπου και τύπ. μαδίζω, κατά το σχήμα θέρος-θερίζω.
Eποχή και διαδικασία ξερριζώματος οσπρίων, είδος θερισμού ό.π.τ. : Στο μάδο δίνισ̑καμ’ μεροκάματο δύο γρόσ̑α (Στο θέρισμα δίναμε μεροκάματο δύο γρόσια) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Πάμ’ να θερίσωμ’, να μαΐσωμ’, να πάω σο μάδο (Πάμε να θερίσουμε, να ξερριζώσουμε, να πάω στο θέρισμα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. μάδισμα :2, σόκτημα