τσορτσόπα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ορτσ̑όπα
[tʃorˈtʃopa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çer çöp (< παλ. τουρκ. çor çöp) = σκουπίδια, όπου και διαλεκτ. τύπ. çorçöp.
Σκουπίδια
Συνών.
αποτσαλιές, ατσαλιά :2, τσόπι
Τροποποιήθηκε: 31/12/2024