τσορτσόπα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
τσ̑ορτσ̑όπα
[tʃorˈtʃopa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çer çöp (< παλ. τουρκ. çor çöp) = σκουπίδια, όπου και διαλεκτ. τύπ. çorçöp (Tietze 2016, λ. çör çöp/çer çöp, THADS 3, λ. çorçöp).
Σκουπίδια