τσουκού
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουκού
[tʃuˈku]
Ανακ.
τσουκούν
[tsuˈkun]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çük = πέος.
Τροποποιήθηκε: 23/04/2025