ταρταγάνι
(ουσ. ουδ.)
ταρταγάν'
[tartaˈɣan]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. dardağan = είδος δέντρου, η μελικοκκιά (Celtis tournefortii). Πβ. νταρνταγάνι σε άλλα μικρασιατ. ιδιώμ.