ταρλά
(ουσ. ουδ.)
ταρλά
[tarˈla]
Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ.
τ͑αρλά
[tʰarˈla]
Ανακ., Μισθ., Σίλ.
Θηλ.
τάρλα
[ˈtarla]
Φερτάκ.
Πληθ.
τάρλες
[ˈtarles]
Τελμ., Φερτάκ.
ταρλάδες
[tarˈlaðes]
Σινασσ.
τ͑αρλάδια
[tʰarˈlaðʝa]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. tarla = χωράφι.
Χωρἀφι
ό.π.τ.
:
Ήρταν σο σπίτσι ασ' σο ταρλά
(ήρθαν στο σπίτι από το χωράφι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Άφ'σεν φαϊ σον τσ̑οπάνο και πήεν σα ταρλάδια
(άφησε φαγητό στον τσοπάνο και πήγε στα χωράφια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σα τάρλα φύτευαν σιτάρια
(στο χωράφι φύτευαν σιτάρια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ύστερα να μας φάγ' όλιος κι ο αέρας με τα αμbέλια και τα ταρλάδια
(Ύστερα θα μας φάει ο ήλιος και ο αέρας με τα αμπέλια και τα χωράφια)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Καθαρίζουμ’ το τ͑αρλά
(καθαρίζουμε το χωράφι˙ (ξεριζώνουμε τα αγκάθια από το χωράφι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.