ταρίζομαι
(ρ.)
ταρίζομαι
[taˈrizome]
Φάρασ.
Από το ουσ. ταρός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζομαι.
Χρονίζω, βραδύνω
Συνών.
αργώ :2, γκετζικτώ, Αντίθ
γουβραΐζω, οβετλεντίζω, σπουδάζω :1, φτερνίζω
Τροποποιήθηκε: 28/05/2025