ταπώνω
(ρ.)
ταπώνου
[taˈponu]
Μισθ.
Προστ.
ντάπου
['dapu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tapa (< ιταλ. tappo) και παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Βουλώνω με τάπα
Μισθ.
:
Ντάπου ντου σιουσιά μι ντου γιρακού
(βούλωσε το μπουκάλι με το ούζο)
Μισθ.
-Κοτσαν.