ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταπώνω (ρ.) ταπώνου [taˈponu] Μισθ. Προστ. ντάπου ['dapu] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. tapa (< ιταλ. tappo) και παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Βουλώνω με τάπα Μισθ. : Ντάπου ντου σιουσιά μι ντου γιρακού (βούλωσε το μπουκάλι με το ούζο) Μισθ. -Κοτσαν.