ταπώνω
(ρ.)
ταπώνου
[taˈponu]
Μισθ.
Προστ.
ντάπου
['dapu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tapa (< ιταλ. tappo) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Ταπώνω, βουλώνω με τάπα
Μισθ.
:
Ντάπου ντου σ̑ουσ̑ά μι ντου γιρακού
(Βούλωσε το μπουκάλι με το ούζο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 15/09/2025