ταραμπουλούς
(ουσ. ουδ.)
ταραbουλούς
[tarabuˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. Tarabulus = Τρίπολη, και κατ' επέκτ. μεταξωτό ύφασμα παραγόμενο εκεί. Η λ. και Κρήτ., Πόντ. Για την λ. βλ. Ορφανός (2020, λ. ταραμπουλούσι).
Μεταξωτό ζωνάρι της επίσημης γυναικείας φορεσιάς