ταρί
(ουσ. ουδ.)
ταρί
[taˈri]
Κίσκ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. darı, όπου και διαλεκτ. τύπ. tarı (< παλ. τουρκ. tarıġ) = κεχρί β) ως διαλεκτ. σημ., καλαμπόκι(THADS, λ. tarı II).
1. Κεχρί
Φλογ.
2. Καλαμπόκι
Κίσκ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025