ταρί
(ουσ. ουδ.)
ταρί
[taˈri]
Κίσκ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. darı (< παλ. τουρκ. tarıġ) = κεχρί β) ως διαλεκτ. σημ., καλαμπόκι, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. tarı (THADS, λ. tarı II).
1. Κεχρί
Φλογ.
2. Καλαμπόκι
Κίσκ.