ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταρί (ουσ. ουδ.) ταρί [taˈri] Κίσκ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. darı, όπου και διαλεκτ. τύπ. tarı (< παλ. τουρκ. tarıġ) = κεχρί β) ως διαλεκτ. σημ., καλαμπόκι(THADS, λ. tarı II).
1. Κεχρί Φλογ.
2. Καλαμπόκι Κίσκ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025