ταράχι (I)
(ουσ. ουδ.)
ταράχι
[taˈraçi]
Φάρασ.
Από το αρμεν. ουσ. t’arakh = πύον (թարախ).
Πύον
Συνών.
όλκος
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024