ταπαντζάς
(ουσ. αρσ.)
ταπαντσ̑άς
[tapan'tʃas]
Φάρασ.
Πληθ.
ταπαντζάδες
[tapanˈdzaðes]
Αφσάρ.
Aπό το τουρκ. ουσ. tabanca (< παλ. τουρκ. tabança) = α) πιστόλι β) πυροβολισμός γ) χαστούκι (Eren 1999, λ. tabanca).