ταπανλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
τ͑απ͑αν-νάτισμα
[tʰapʰaˈnnatizma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ταπανλατώ, όπου και τύπ. τ͑απ͑αν-νατίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σβάρνισμα