τάρπι
(ουσ. ουδ.)
τάρπι
[ˈtarpi]
Σατ.
'άπρι
[ˈapri]
Σατ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tarp = είδος εμποδίου σε σχήμα καλαθιού από θάμνους που τοποθετείται στο νερό για να πιάνουν ψάρια (βλ. THADS, λ. tarp· πβ. και Tzitizilis 1987α: 122-123), το οπ. από το αρχ. τάρπη = καλάθι. Πβ. και μεσν. ταρπίν (πβ. Πουλολόγ. 1.45 «ἐσὺ ὁποὺ τρῶς ἐκ τὸ πουρνὸν ὁλῶμα τὰ ὀψάρια καὶ ὡς τὸ δισάκκιν τὰ χαλᾶς καὶ ὡς τὸ ταρπὶν τὰ ρίπτεις;»).
2. Αγκίστρι για ψάρεμα
Φάρασ.