ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χακλούς (επίθ.) χαχλούς [xaʹxlus] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. hakli = αυτός που έχει δίκιο.
Αυτός που έχει δίκιο : Ε dόστοι, είστε χαχλούδες (Ε, σύντροφοι, έχετε δίκιο) Φάρασ. -Παπαδ.