χακλούς
(επίθ.)
χαχλούς
[xaʹxlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. hakli = αυτός που έχει δίκιο.
Αυτός που έχει δίκιο
:
Ε dόστοι, είστε χαχλούδες
(Ε, σύντροφοι, έχετε δίκιο)
Φάρασ.
-Παπαδ.