ζαβραχλούς
(επίθ.)
ζαβραχλούς
[zavraˈxlus]
Σινασσ.
Από το παλαιότ. τουρκ. επίθ. zevraklı = πομπώδης, υπέροχος (Redhouse), όπου και διαλεκτ. τύπ. zavraklı.
Όμορφος
:
Μπετέρ ζαβραχλούς
(Πολύ όμορφος άντρας)
Σινασσ.
-Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025