σέρτα
(επίρρ.)
σέρτ͑α
[ˈsertʰa]
Φάρασ.
σα̈́ρτ͑α
[ˈsærtʰa]
Αφσάρ.
Από το επίθ. σέρτι, όπου και τύπ. σέρτ͑ι και σα̈́ρτ͑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Με σκληρό τρόπο, σκληρά
ό.π.τ.