σεφαΐρ
(ουσ. ουδ.)
σεφαΐρ
[sefaˈir]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. sevai = είδος μεταξωτού υφάσματος, όπου και τύπ. sevayi (Redhouse, THADS, λ. sevayi). Η λ. με τον τύπ. σεβαΐ και σε άλλα ν.ε. ιδιώμ.
Μεταξωτό και χρυσοκέντητο ύφασμα για το γυναικείο εντερί
Μαλακ.