ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερνικός (επίθ.) σερνικός [serniˈkos] Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ. σερνικό [serniˈko] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. σερνικού [serniˈku] Μισθ. σερκό [seˈrko] Ανακ. Πληθ. σερνιτσ̑οί [serniˈtʃi] Μισθ. σερνίκια [serˈnica] Μαλακ. Από το μεταγν. επίθ. ἀρρενικός/ἀρσενικός. Ο τύπ. σερνικός ήδη νεότ.
1. Ο σχετικός με το ανδρικό φύλο ό.π.τ. : Κρέμαναμ' ντου μέγαν ντου λουbούρ' σου σερνικό τσικίτσ' (Κρεμούσαμε το μεγάλο το κουδούνι στο αρσενικό κατσίκι) Μισθ. -Κοτσαν. Τα σέτρα τα 'σερνικά τ' άβγα τους παίρουνε μουρουδιά τσ̑αι πάνε 'ς άβγα μας; (Οι επιβήτορές σου πώς παίρνουν μυρωδιά και έρχονται στις φοράδες μας;) Φάρασ. -Dawk. Σερνικογιού άργαδα σ̑άνοιξις (Έκανες ανδρικές δουλειές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σερνικού ανταρί (αντρικό ενταρί) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Το χτήνο σας να ’εννήσει σερνικό τ͑ανά (η αγελάδα σας να κἀνει αρσενικό μοσχάρι˙ το έλεγαν τα παιδιά όταν, αφού έλεγαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, δυσαρεστούνταν με την υποδοχή ή με τα δώρα του νοικοκύρη) Ανακ. -Κωστ.Α. ’σερνικό νεβγολή (αντρική εκβολή˙ το πιο δύσκολο να φραχτεί αυλάκι σε εκβολές του ρέματος που μόνο άντρες μπορούσαν να φράξουν) Αξ. -Μαυροχ. Σερνικό κρομμύδ' (αρσενικό κρεμμύδι˙ ως χαρακτηρισμός αντρογυναίκας) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Το αρσ. ως ουσ., άνδρας ό.π.τ. : Dρανά και 'σερνικός κανείζ ντεν έν' (Παρατηρεί και (βλέπει ότι) κανένας άντρας δεν υπάρχει (εκεἰ)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήρταν 'σερνικοί (Ήρθαν άντρες) Σινασσ. -ΙΛΝΕ Ήνοιξε τα χαρτσ̑ά τ’ και τα κιτάπια τ’ – και τσ̑ι κιτάπια, ερυό σερνικοί ντεμ bόριναν να τα σ̑ηκώσουν (άνοιξαν τα χαρτιά του και τα βιβλία του-και τι βιβλία- δυο άνδρες δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Kόνουναν λερό, λάχταναν. Tρία σερνιτσοί λάχταναν (Έχυναν νερό, κλωτσούσαν. Τρεις άντρες κλωτσούσαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κονdό σερνικό πανdρεύτης (κοντό άνδρα παντρεύτηκες) Μισθ. -Κοτσαν. Σάbαχτα, τουν γενείτ' σερνιτσ̑οί, 'τουν να πάτ' ασκιάρους (Αύριο, όταν θα γίνετε άντρες, όταν θα πάτε στρατιώτες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντο μπορίνκες να ιδείς σερνικό μο θελυκό ντάμα (δεν μπορούσες να δεις άντρα με γυναίκα μαζί) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. άθρωπος, άντρας, χερίφος
3. Το αρσ. ως ουσ., σύζυγος Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Ντο σερνικό μ’ (ο σύζυγός μου) Ουλαγ. -Κεσ. Το μέτ’ρον οι σερνιτσ̑οί (οι σύζυγοί μας) Φάρασ. -Ανδρ. Κλαίου σερνικοϊού μ’ ντου σάνατους (Κλαίω τον θάνατο του συζύγου μου) Μισθ. -Κοτσαν. Χάθηνι ο σερνικός του (Πέθανε ο άντρας της) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Τον σερνικό του πήραν τα οι Τούρτσ̑οι σ' εσκέρι (Τον άντρα της τον πήραν οι Τούρκοι στο στρατό) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. άντρας, αφέντης, νομάτης, χερίφος
4. Το κοτσάνι του καρπού του κρεμμυδιού Μαλακ.
5. Το αρσ. πληθ.ως ουσ., πρόκριτοι, έφοροι ή επίτροποι εκκλησίας και σχολείου Αραβαν., Σίλατ., Φερτάκ.