σερνικός
(επίθ.)
σερνικός
[serniˈkos]
Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
σερνικό
[serniˈko]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
σερνικού
[serniˈku]
Μισθ.
σερκό
[seˈrko]
Ανακ.
Πληθ.
σερνιτσ̑οί
[serniˈtʃi]
Μισθ.
σερνίκια
[serˈnica]
Μαλακ.
Από το μεταγν. επίθ. ἀρρενικός/ἀρσενικός. Ο τύπ. σερνικός ήδη νεότ.
1. Ο σχετικός με το ανδρικό φύλο
ό.π.τ.
:
Κρέμαναμ' ντου μέγαν ντου λουbούρ' σου σερνικό τσικίτσ'
(Κρεμούσαμε το μεγάλο το κουδούνι στο αρσενικό κατσίκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα σέτρα τα 'σερνικά τ' άβγα τους παίρουνε μουρουδιά τσ̑αι πάνε 'ς άβγα μας;
(Οι επιβήτορές σου πώς παίρνουν μυρωδιά και έρχονται στις φοράδες μας;)
Φάρασ.
-Dawk.
Σερνικογιού άργαδα σ̑άνοιξις
(Έκανες ανδρικές δουλειές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σερνικού ανταρί
(αντρικό ενταρί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Το χτήνο σας να ’εννήσει σερνικό τ͑ανά
(η αγελάδα σας να κἀνει αρσενικό μοσχάρι˙ το έλεγαν τα παιδιά όταν, αφού έλεγαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, δυσαρεστούνταν με την υποδοχή ή με τα δώρα του νοικοκύρη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
’σερνικό νεβγολή
(αντρική εκβολή˙ το πιο δύσκολο να φραχτεί αυλάκι σε εκβολές του ρέματος που μόνο άντρες μπορούσαν να φράξουν)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σερνικό κρομμύδ'
(αρσενικό κρεμμύδι˙ ως χαρακτηρισμός αντρογυναίκας)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
2. Το αρσ. ως ουσ., άνδρας
ό.π.τ.
:
Dρανά και 'σερνικός κανείζ ντεν έν'
(Παρατηρεί και (βλέπει ότι) κανένας άντρας δεν υπάρχει (εκεἰ))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρταν 'σερνικοί
(Ήρθαν άντρες)
Σινασσ.
-ΙΛΝΕ
Ήνοιξε τα χαρτσ̑ά τ’ και τα κιτάπια τ’ – και τσ̑ι κιτάπια, ερυό σερνικοί ντεμ bόριναν να τα σ̑ηκώσουν
(άνοιξαν τα χαρτιά του και τα βιβλία του-και τι βιβλία- δυο άνδρες δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν )
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Kόνουναν λερό, λάχταναν. Tρία σερνιτσοί λάχταναν
(Έχυναν νερό, κλωτσούσαν. Τρεις άντρες κλωτσούσαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κονdό σερνικό πανdρεύτης
(κοντό άνδρα παντρεύτηκες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάbαχτα, τουν γενείτ' σερνιτσ̑οί, 'τουν να πάτ' ασκιάρους
(Αύριο, όταν θα γίνετε άντρες, όταν θα πάτε στρατιώτες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντο μπορίνκες να ιδείς σερνικό μο θελυκό ντάμα
(δεν μπορούσες να δεις άντρα με γυναίκα μαζί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
άθρωπος, άντρας, χερίφος
3. Το αρσ. ως ουσ., σύζυγος
Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ντο σερνικό μ’
(ο σύζυγός μου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το μέτ’ρον οι σερνιτσ̑οί
(οι σύζυγοί μας)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Κλαίου σερνικοϊού μ’ ντου σάνατους
(Κλαίω τον θάνατο του συζύγου μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χάθηνι ο σερνικός του
(Πέθανε ο άντρας της)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τον σερνικό του πήραν τα οι Τούρτσ̑οι σ' εσκέρι
(Τον άντρα της τον πήραν οι Τούρκοι στο στρατό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
άντρας, αφέντης, νομάτης, χερίφος
4. Το κοτσάνι του καρπού του κρεμμυδιού
Μαλακ.
5. Το αρσ. πληθ.ως ουσ., πρόκριτοι, έφοροι ή επίτροποι εκκλησίας και σχολείου
Αραβαν., Σίλατ., Φερτάκ.