ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άθρωπος (ουσ. αρσ.) άθρωπος [ˈaθropos] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. άθρουπους [ˈaθrupus] Μαλακ. άτρωπος [ˈatropos] Φερτάκ. άdρωπους [ˈadropus] Ανακ. άρτουπους [ˈatrupus] Σίλ. άρχιωπος [ˈarçopos] Αξ., Γούρδ. άρωπος [ˈaropos] Αραβαν. άρουπους [ˈarupus] Μισθ., Σεμέντρ. άραμπους [ˈarabus] Μισθ. άρθωπος [ˈarθopos] Φλογ. άρθεπος [ˈarθepos] Αξ. ίρχεπος [ˈirçepos] Γούρδ. άτρωπο [ˈatropo] Φερτάκ. άρσ̑ωπο [ˈarʃopo] Αξ. Πληθ. αθρώπ' [aˈθrop] Σίλατ., Φλογ. αdρώπ' [aˈdrop] Μισθ. αρχιώπ' [arˈçop] Αξ. αρθώπ' [arˈθop] Φλογ. αρώπ' [aˈrop] Αραβαν., Σεμέντρ. ανθρώπια [anˈθropça] Τσαρικ. άρτουπουροι [ˈartupuri] Σίλ. Αρχ. ουσ. ἄνθρωπος. H πολυτυπία της λ. λόγω των κατά τόπους μεταβολών του [θ] (σε [t], [x], ή αποβολή), και της συχνής μετάθ. του υγρού [r] .
1. Ο άνθρωπος ως ον που διαφοροποιείται από τα άλλα ζώα ό.π.τ. : Κι εκείνη δέκεν ιμιά το φιρκάλ’ και γένεν πάλ’ άθρωπος (Κι αυτή έδωσε μιά στην σκούπα κι αυτός έγινε πάλι άνθρωπος) Τελμ. -Dawk. Διάσκαλε πολύ αρσίζ' νε, να σε ντρανήσω, να το ποίκεις άρχιωπο (Δάσκαλε, το παιδί είναι πολύ άταχτο, να σε δω, να το κάνεις άνθρωπο) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατό άρουπους ντέ 'νι (Αυτός δεν είναι άνθρωπος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τ’ σπιτιού τα ντοίχ'ς χτισμένα μ’ αρχιωπιού κεφάλια (Οι τοίχοι του σπιτιού (ήταν) χτισμένοι με ανθρώπινα κεφάλια) Αξ. -Dawk. Το καμήλ' γύρ'σε το κιφάλι τ’ και άρχεψε να λαλεί σον το άρωπος (Το καμήλι γύρισε το κεφάλι του και άρχισε να μιλά σαν άνθρωπος, με ανθρώπινη φωνή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ερού μυρίσ̑' αρωπιού κιριάς (Εδώ μυρίζει ανθρώπινο κρέας) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. κανείς, νομάτης, ογλάν, πρόσωπο, χερίφος, ψυχή :5
2. Ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο ό.π.τ. : Tα παλιακά τ' αθρώπ' (Οι άνθρωποι του παλιού καιρού, οι παλιοί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πολύ καλά αdρώπ' (πολύ καλοί άνθρωποι) Μισθ. Kαλ̑οί αρτούπουροι, έμασαν τσην κόρην τους σεβασμό και ούλες τσι ζουλειές (Kαλοί άνθρωποι, έμαθαν στην κόρη τους σεβασμό και όλες τις δουλειές) Σίλ. -Εκμεκ. Απού αργάς ήρταν ντα εφτά τα αθρώπ' (Το βράδυ ήρθαν οι εφτά άνθρωποι) Σίλατ. -Dawk. Ιdά άθρωπος, γένε εφτά χρόνος, καπάτ'σε με ιdά σο τσ̑μεdζ̑έ (Αυτός ο άνθρωπος, πάνε εφτά χρόνια, με έκλεισε σε αυτό το κουτί) Φλογ. -Dawk. Έβγκι̂ν ένα άτρωπο ομbρό τ’ (Βγήκε ένας άνθρωπος μπροστά του) Φερτάκ. -Dawk. Αζ ντώκουμ’ το σαγλıχ εγιώ στον άρχιωπε (ας δώσουμε υγεία σ’ αυτόν τον άνθρωπο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Με ζολμονάς τα σάνουν σε αρχιώπ' (Μην ξεχνάς αυτά που σου κάνουν οι άνθρωποι) Αξ. -Παυλίδ. || Φρ. Μεγάλους άρτουπους (Μεγάλος άνθρωπος˙ Προύχοντας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κανείς, νομάτης, ογλάν, πρόσωπο, χερίφος, ψυχή :5
3. Ο άντρας σε αντίθεση προς την γυναίκα Ανακ. Συνών. άντρας, σερνικός, χερίφος
4. Οικογένεια, νοικοκυριό Τροχ. : Κάθε άθρωπος έχισ̑κεν το τόπο τ’ για τ’ αλώνι 'σ' σο σπίτι πίσω (Κάθε νοικοκυριό είχε το δικό του μέρος για το αλώνι πίσω από το σπίτι) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 Συνών. οτζάκι, σινσιλέ, σόι, φαμίλια, χανές
5. Συνήθως στον πληθ., με κτητ. αντων., οι ανήκοντες σε μιά οικογένεια ή ομάδα Αραβαν., Σίλ., Φλογ. : Εζήτ'σι αψά τους αρτώπουρούς του να γαζτζήσουσ̑ι ένα λημόρι (Ζήτησε από τους ανθρώπους του να σκάψουν έναν τάφο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ύστερα ήρτανε ντ' αθρώποι τ', ξέβαλανε και το αστενάρ' άς σο χαμάμ μέσα (Ύστερα ήρθαν οι άνθρωποί του, βγάλανε και τον άρρωστο από το λουτρό) Φλογ. -Dawk. Έφ'χαν τα μέτερ' αρχιώπ’ μετ’ εκείνο το φιρμάν’ τ’ Ανταλλαής (Έφυγαν οι δικοί μας με εκείνο το διάταγμα της Ανταλλαγής) Αξ. -Παυλίδ. Ασ' τα τέρια ντεν γεννήρα, έχω κι εγώ αρώπ' (Δεν γεννήθηκα από τις πέτρες, έχω κι εγώ οικογένεια) Αραβαν. -Φωστ. Ετό το τσ̑αλγι̂́ καλό, άμμα γκρεύ' και το άρωπον-α-τ' (Αυτό το μουσικό όργανο καλό είναι, αλλά θέλει και τον άνθρωπό του) Αραβαν. -Φωστ.