οτζάκι
(ουσ. ουδ.)
οτζ̑άκ͑ι̂
[oˈdʒakʰɯ]
Μισθ., Σίλ.
οτζάκ'
[oˈdzak]
Καρατζάβ.
οτζ̑άγι̂
[oˈdʒaɣɯ]
Φάρασ.
οτζ̑άχι
[oˈdʒaçi]
Φάρασ.
οτζάχ'
[oˈdzax]
Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ.
οτζ̑άχ'
[oˈdʒax]
Μισθ., Φλογ.
τζάχι̂
[ˈdzaxɯ]
Σίλ.
τζάχ'
[dzax]
Σινασσ.
τζ̑άγι̂
[ˈdʒaɣɯ]
Φάρασ.
Πληθ.
τζάκια
[ˈdzaca]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. οτζάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. ocak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ocah = α) τζάκι β) λάκκος φύτευσης γ) οικογένεια με κληρονομικό ιαματικό χάρισμα.
1. Εστία, τζάκι, σωρός ξύλων για πυρά
ό.π.τ.
:
Κόρη χαλάν̑-ν̑ει του οτζ̑άκ͑ι̂
(Η κοπέλα χαλάει την φωτιά της)
Σίλ.
-Dawk.
Ήψεν ντ' οτζ̑άγι̂
(Άναψε την φωτιά στην εστία)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντ' οτζ̑άχ' τσ̑ίκνουσι
(Το τζάκι κάπνισε)
Μισθ.
-Φατ.
Γήφεις δα τζάκια
(Aνάβεις τα τζάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
κάπνη :2, κουράς :1, μπουχαρί :3, παρακαμίνα :1
2. Λάκκος σε κήπο ή περιβόλι
Ανακ., Φάρασ.
β.
Ειδικά διαμορφωμένος χώρος δίπλα στο ποτάμι για τα καζάνια της μπουγάδας
Ποτάμ.
:
Έκαναμ' μπουγάδα· σο ποτάμι κατέβαιναμ', έβαζαμ' οτζάχια
(Κάναμε μπουγάδα· κατεβαίναμε στο ποτάμι, φτιάχναμε λάκκους για την φωτιά των καζανιών
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322
3. Παιδικό παιχνίδι όπου οι παίκτες τοποθετούσαν το ξύλο που έπρεπε να εκσφενδονίσουν μακριά πάνω σε δύο πέτρες, σε σχήμα τζακιού
Μισθ.
4. Μτφ., οικογένεια, σόι
Μισθ.
:
Οπ' να μπατίσ̑' τ' οτζ̑άχι̂ σ'!
(Που να χαθεί το σόι σου! ύβρις)
Μισθ.
-Φατ.
|| Φρ.
Ας καεί το οτζ̑άχ' σου
(Να καεί η εστία σου˙ να καταστραφεί το σπίτι σου, αρά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να πατήσω το οτζ̑άχ' σου
(Να πατήσω την εστία σου˙ να γαμήσω το σόι σου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
νταμάρι, σινσιλέ, σόι, φαμίλια, φύτρα, χανές
5. Οικογένεια με κληρονομικό χάρισμα να θεραπεύει ασθένειες
Ανακ., Καρατζάβ., Μισθ., Φλογ.
β.
Κατ' επέκτ., θεραπευτής με κληρονομικό χάρισμα
Ανακ., Δίλ., Μισθ., Φλογ.
:
Οτζ̑άχ' τσ̑ότον Ναξό τσ̑ι άμα π͑άταναμ' σου χώμα τ', λιάρωναμ'
(Υπήρχε θεραπευτής στην Αξό και, μόλις πατούσαμε το χώμα της, γινόμασταν καλά
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
γ.
Κατ' επέκτ., μυστική θεραπευτική συνταγή που κληρονομείται εντός της οικογενείας
Μισθ., Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025