ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οτζάκι (ουσ.) οτζ̑άκ͑ι̂ [oˈdʒakʰɯ] Μισθ., Σίλ. οdζάκ' [oˈdzak] Καρατζάβ. οτζ̑άγι̂ [oˈdʒaɣɯ] Φάρασ. οτζ̑άχι [oˈdʒaçi] Φάρασ. οdζάχ' [oˈdzax] Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ. οτζ̑άχ' [oˈdʒax] Μισθ., Φλογ. τζάχι̂ [ˈdzaxɯ] Σίλ. τζ̑άγι̂ [ˈdʒaɣɯ] Φάρασ. Πληθ. τζάκια [ˈdzaca] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ocak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ocah = α) τζάκι β) λάκκος φύτευσης γ) οικογένεια με κληρονομικό ιαματικό χάρισμα. Πβ. το ήδη νεότ. ὀτζάκι και ὀντζάκι = λόχος γενίτσαρων (Δαπόντες Δακ. ἐφ. τ. 1. 25.640 «οἱ ἀγᾶδες τοῦ ὀτζακίου»).
1. Εστία, τζάκι, πηγή θέρμανσης και φωτός, σωρός ξύλων για πυρά ό.π.τ. : Κόρη χαλάν-νει του οτζ̑άκ͑ι̂ (Η κοπέλα χαλάει τον σωρό για την πυρά της) Σίλ. -Dawk. Ήψεν ντ' οτζ̑άγι̂ (Άναψε την φωτιά στην εστία) Φάρασ. -Dawk. Ντ' οτζ̑άχ' τσ̑ίκνουσι (Το τζάκι κάπνισε) Μισθ. -Φατ. Γήφεις δα τζάκια (ανάβεις τα τζάκια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σο ποτάμι κατέβαιναμ', έβαζαμ' οdζάχια (Κατεβαίναμε στο ποτάμι, βάζαμε καζάνι στην φωτιά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Να πατήσω το οτζ̑άχ' σου (Να πατήσω την εστία σου˙ Να γαμήσω το σόι σου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ας καεί το οτζ̑άχ σου (να καεί το τζάκι˙ να καταστραφεί το σπίτι σου, ως αρά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. κάπνη, κουράς, μπουχαρί, παρακαμίνα
2. Είδος παιχνιδιού, όπου οι παίχτες τοποθετούσαν το ξύλο που έπρεπε να εκσφενδονίσουν μακριά πάνω σε δυο πέτρες που απείχαν 20-30 εκ. μεταξύ τους, ώστε να σχηματίζεται κάτι που έμοιαζε με τζάκι Μισθ.
3. Λάκκος σε κήπο ή περιβόλι Ανακ., Φάρασ.
4. Ειδικά διαμορφωμένος χώρος δίπλα στο ποτάμι για τα καζάνια στα οποία θα τα χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο των ρούχων Ποτάμ.
5. Οικογένεια, σόι Μισθ. : Οπ' να μπατίσ̑' τ' οτζ̑άχι̂ σ'! (Που να χαθεί το σόι σου! ύβρις) Μισθ. -Φατ. Συνών. νταμάρι, σινσιλέ, σόι, φαμίλια, φύτρα, χανές
6. Η οικογένεια που από μάνα σε κόρη ή πιο σπάνια από γιο σε πατέρα, κληρονομούσε την ικανότητα να θεραπεύει ασθένειες Ανακ., Καρατζάβ., Μισθ., Φλογ.
β. Κατ' επέκτ., κληρονομικός θεραπευτής Ανακ., Δίλ., Μισθ., Φλογ. : Οτζ̑άχ' τσ̑ότον Ναξό τσ̑ι άμα π͑άταναμ' σου χώμα τ', λιάρωναμ' (Υπήρχε θεραπευτής στην Αξό και, μόλις πατούσαμε το χώμα της, γινόμασταν καλά ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
γ. Κατ' επέκτ., μυστική θεραπευτική συνταγή που μεταδίδεται αποκλειστικά εντός της οικογενείας Μισθ., Τροχ.