ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οτζάκι (ουσ. ουδ.) οτζ̑άκ͑ι̂ [oˈdʒakʰɯ] Μισθ., Σίλ. οτζάκ' [oˈdzak] Καρατζάβ. οτζ̑άγι̂ [oˈdʒaɣɯ] Φάρασ. οτζ̑άχι [oˈdʒaçi] Φάρασ. οτζάχ' [oˈdzax] Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ. οτζ̑άχ' [oˈdʒax] Μισθ., Φλογ. τζάχι̂ [ˈdzaxɯ] Σίλ. τζάχ' [dzax] Σινασσ. τζ̑άγι̂ [ˈdʒaɣɯ] Φάρασ. Πληθ. τζάκια [ˈdzaca] Μισθ. Νεότ. ουσ. οτζάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. ocak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ocah = α) τζάκι β) λάκκος φύτευσης γ) οικογένεια με κληρονομικό ιαματικό χάρισμα.
1. Εστία, τζάκι, σωρός ξύλων για πυρά ό.π.τ. : Κόρη χαλάν̑-ν̑ει του οτζ̑άκ͑ι̂ (Η κοπέλα χαλάει την φωτιά της) Σίλ. -Dawk. Ήψεν ντ' οτζ̑άγι̂ (Άναψε την φωτιά στην εστία) Φάρασ. -Dawk. Ντ' οτζ̑άχ' τσ̑ίκνουσι (Το τζάκι κάπνισε) Μισθ. -Φατ. Γήφεις δα τζάκια (Aνάβεις τα τζάκια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κάπνη :2, κουράς :1, μπουχαρί :3, παρακαμίνα :1
2. Λάκκος σε κήπο ή περιβόλι Ανακ., Φάρασ.
β. Ειδικά διαμορφωμένος χώρος δίπλα στο ποτάμι για τα καζάνια της μπουγάδας Ποτάμ. : Έκαναμ' μπουγάδα· σο ποτάμι κατέβαιναμ', έβαζαμ' οτζάχια (Κάναμε μπουγάδα· κατεβαίναμε στο ποτάμι, φτιάχναμε λάκκους για την φωτιά των καζανιών ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322
3. Παιδικό παιχνίδι όπου οι παίκτες τοποθετούσαν το ξύλο που έπρεπε να εκσφενδονίσουν μακριά πάνω σε δύο πέτρες, σε σχήμα τζακιού Μισθ.
4. Μτφ., οικογένεια, σόι Μισθ. : Οπ' να μπατίσ̑' τ' οτζ̑άχι̂ σ'! (Που να χαθεί το σόι σου! ύβρις) Μισθ. -Φατ. || Φρ. Ας καεί το οτζ̑άχ' σου (Να καεί η εστία σου˙ να καταστραφεί το σπίτι σου, αρά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να πατήσω το οτζ̑άχ' σου (Να πατήσω την εστία σου˙ να γαμήσω το σόι σου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. νταμάρι, σινσιλέ, σόι, φαμίλια, φύτρα, χανές
5. Οικογένεια με κληρονομικό χάρισμα να θεραπεύει ασθένειες Ανακ., Καρατζάβ., Μισθ., Φλογ.
β. Κατ' επέκτ., θεραπευτής με κληρονομικό χάρισμα Ανακ., Δίλ., Μισθ., Φλογ. : Οτζ̑άχ' τσ̑ότον Ναξό τσ̑ι άμα π͑άταναμ' σου χώμα τ', λιάρωναμ' (Υπήρχε θεραπευτής στην Αξό και, μόλις πατούσαμε το χώμα της, γινόμασταν καλά ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
γ. Κατ' επέκτ., μυστική θεραπευτική συνταγή που κληρονομείται εντός της οικογενείας Μισθ., Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025