μπουχαρί
(ουσ. ουδ.)
πουχαρί
[puxaˈri]
Μισθ.
πουχαΐρ'
[puxaˈir]
Ποτάμ., Τζαλ., Φλογ.
πουγαΐρ
[puɣaˈir]
Μαλακ.
πουχάρι
[puʹxari]
Φκόσ.
Πληθ.
μπουχαριά
[buxaˈrʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. buhari = καπνοδόχος, όπου και διαλεκτ. τύπ. puhari (Tietze 2016, λ. buhari, THADS, λ. puhari). Πβ. και λ. μπουχαρί σε διάφορα ιδιώμ. Ηπ. Μακεδ. κ.α.
2. Φωταγωγός
Μισθ.
β.
Δωμάτιο όπου βρίσκεται το τζάκι
Ποτάμ., Τζαλ.
:
Το τ͑ουντουρόσ̑ειλο, ύστερα του μέσης το σπίτ’, ύστερα το πουχαΐρ’ που ήταν στρωμένο
(Το δωμάτιο με το ταντούρι, ύστερα το μεσαίο δωμάτιο, ύστερα το δωμάτιο με το τζάκι, που ήταν στρωμένο
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322