ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουχαρί (ουσ. ουδ.) πουχαρί [puxaˈri] Μισθ. πουχαΐρ' [puxaˈir] Ποτάμ., Τζαλ., Φλογ. πουγαΐρ [puɣaˈir] Μαλακ. πουχάρι [puʹxari] Φκόσ. Πληθ. μπουχαριά [buxaˈrʝa] Σίλ. Από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. buhari = καπνοδόχος, όπου και διαλεκτ. τύπ. puhari (Tietze 2016, λ. buhari, THADS, λ. puhari). Πβ. και λ. μπουχαρί σε διάφορα ιδιώμ. Ηπ. Μακεδ. κ.α.
1. Καπνοδόχος Μαλακ., Σίλ., Φλογ. Συνών. κάπνη :1
2. Φωταγωγός Μισθ.
3. Τζάκι Ποτάμ. Συνών. κάπνη, κουράς, οτζάκι, παρακαμίνα
β. Δωμάτιο όπου βρίσκεται το τζάκι Ποτάμ., Τζαλ. : Το τ͑ουντουρόσ̑ειλο, ύστερα του μέσης το σπίτ’, ύστερα το πουχαΐρ’ που ήταν στρωμένο (Το δωμάτιο με το ταντούρι, ύστερα το μεσαίο δωμάτιο, ύστερα το δωμάτιο με το τζάκι, που ήταν στρωμένο ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322