μπουσουντίζω
(ρ.)
μπουσουντίζω
[busunˈdizo]
Μαλακ.
πουσουντώ
[pusunˈdo]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. pusunmak = βρίσκω καταφύγιο (THADS, λ. pusunmak), πβ. και τουρκ. büzülmek = α) συρρικώνομαι β) μαζεύομαι από κρύο ή φόβο.
Πβ.
πουστιέω
Συμμαζεύομαι σε μια γωνιά
ό.π.τ.