μπράβο
(επιφ.)
πράβο
[ˈpravo]
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
μπράο
[ʹbrao]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< ιταλ.) επιφων. bravo = εύγε.
Μπράβο, εύγε
:
Πράβο, να σε δώσω την κόρη μου
(Μπράβο, θα σου δώσω την κόρη μου)
Τσαρικ.
-Κωστ.Μ.
Μπράο, παιί μ’
(Μπράβο παιδί μου)
Μισθ.
-Μακρ.
Μπράο, γαϊντουριού πλάρ᾽ σι!
(Μπράβο, είσαι γαϊδούρι!· ειρων.)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
γιασά