ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπράβο (επιφ.) πράβο [ˈpravo] Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. μπράο [ʹbrao] Μισθ. Από το τουρκ. (< ιταλ.) επιφων. bravo = εύγε.
Μπράβο, εύγε : Πράβο, να σε δώσω την κόρη μου (Μπράβο, θα σου δώσω την κόρη μου) Τσαρικ. -Κωστ.Μ. Μπράο, παιί μ’ (Μπράβο παιδί μου) Μισθ. -Μακρ. Μπράο, γαϊντουριού πλάρ᾽ σι! (Μπράβο, είσαι γαϊδούρι!· ειρων.) Μισθ. -Φατ. Συνών. γιασά