μυαλό
(ουσ. ουδ.)
μυαλό
[mɲaˈlo]
Σίλ.
μελό
[meˈlo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
μελός
[meˈlos]
Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
μεγός
[meˈɣos]
Φάρασ.
μεός
[meˈos]
Φάρασ.
Πληθ.
μελά
[meʹla]
Μισθ.
μελόια
[meʹloja]
Μισθ.
μελούς
[meʹlus]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. μυαλόν (< μεταγν. μυαλός < αρχ. μυελός).
1. Μυαλό ως έδρα της σκέψης, νους
ό.π.τ.
:
Ισ̑ύ ακλι̂́ ’σαι, μι dου μελό σ’ εμένα κύριουιζ μι
(Εσύ είσαι έξυπνος, εμένα με το μυαλό σου με νίκησες)
Μισθ.
-Dawk.
Ό,τι είχαν σο μελό τ'νε, είπαν ντο
(Ό,τι είχε στο μυαλό του, το είπε)
Αξ.
-Dawk.
Μελόζ-ου-σ' ντε κόφτ'
(Το μυαλό σου δεν κόβει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα μικρά μην τα κουπανίγειτ' πολύ, χάνουν το μελό τουν
(Τα μικρά (παιδιά) μην τα δέρνετε πολύ, χάνουν το μυαλό τους)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σωτήρεψε τα μυαλά στο κεφάλι σ’
(Μάζεψε τα μυαλά σου στο κεφάλι σου, συγκεντρώσου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ντου μελό μ' μπουλάντσιν
(Θόλωσε το μυαλό μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ’ εττά τα λόγια βασ̑ιλιού μελός δεν πήγεν
(Αυτά τα λόγια ο βασιλιάς δεν τα κατάλαβε, δεν πήγε το μυαλό του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Όλη μέρα δου μελός τ' σου κάτσιμου
(Όλη μέρα το μυαλό του στο καθισιό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δου μελό τ' τσόουν σου φουτουλάντημα
(Το μυαλό του ήταν στο παίνεμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μελός χουτί
(Μυαλό τετράγωνο˙ Για έπαινο ή ειρωνία)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Ντιράμ μελό dεν έ’εις
(Δράμι μυαλό δεν έχεις˙ είσαι πολύ χαζός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έφαγεν το μελό μου
(Μου έφαγε το μυαλό˙ με ενόχλησε πολύ)
Φλογ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έφαγεν το μελό τ'
(Έφαγε το μυαλό του˙ σκέφτηκε κάτι πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρου ντου μελό τ’
(Του παίρνω το μυαλό˙ Τον ζαλίζω, τον τρελαίνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παντζ̑άρ' σο μελό σ'
(Παντζάρι στο μυαλό σου˙ για τους κουτούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χάσεν ντα μελά τ’
(Έχασε τα μυαλά του˙ τρελάθηκε, χάζεψε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το μελό τ’ γκατσι̂́ρτσιν
(Έδιωξε το μυαλό του˙ τρελάθηκε)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Πήριν dα άνουμους μυαλά τ’
(Πήρε ο αέρας τα μυαλά του˙ πήραν τα μυαλά του αέρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το μελό τ’ γένεν εφτά οχτώ ελλί παρά
(Το μυαλό του έγινε εφτά, οχτώ, πενήντα παράδες˙ το μυαλό του είναι σκόρπιο, λέει ασυναρτησίες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μελό τ’ έκοψεν
(Κόβει το μυαλό του˙ είναι έξυπνος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ντο μελό σ’ dέ κρατα
(Το μυαλό σου δεν κρατά˙ δέν σου κόβει, δεν είσαι έξυπνος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ο μεγός σα μη ζεσταθεί την άνοιξη, το σ̑ειμό το χαρϊένι τζ̑ο βράζει
(Το μυαλό αν δεν ζεσταθεί το καλοκαίρι, το χειμώνα το καζάνι δεν βράζει˙ Αν δεν προνοήσει κανείς το καλοκαίρι, το χειμώνα δεν θα έχει προμήθειες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τα μάτια και τ’ αφτιά χωρίς μελός νε ρανούν νε ακούν
(Τα μάτια και τ' αφτιά χωρίς μυαλό ούτε βλέπουν ούτε ακούν˙ Η όραση και η ακοή χωρίς μυαλό είναι άχρηστες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Σι κιφάλι τ’ το δεν έχ’ μελός γυρίζ̑’ ταγτάν ταγά
(Όποιος δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του γυρίζει από βουνό σε βουνό˙ όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, όποιος δεν προνοεί καταλήγει να κάνει μεγαλύτερο κόπο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ακίλι :1, κουρσάχι, νους :1, φικίρι, χατίρι :3
2. Mνήμη
Μισθ., Σίλ.
:
Μυαλό ρεν έσ̑ει
(Δεν έχει μνήμη, δεν έχει καλό μνημονικό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ισύ κρατάς τα σου μελό σ', δεν ντου ζορμονάς
(Εσύ το κρατάς στο μυαλό σου, δεν το ξεχνάς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
χατίρι :3
3. Μυαλό ως όργανο του σώματος, εγκέφαλος
Μαλακ., Μισθ., Τελμ.
:
«Ουφ τ͑είο!», είπι, έπισι ντετσ̑ού, 'πόμειν', κονώαν ντα μελά τ', κόνουσι ντα μελά τ'
(«Ωχ θείε!», είπε, έπεσε εκεί, έμεινε, χύθηκαν τα μυαλά του, έχυσε τα μυαλά του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Παλαίει και Φωκάς τ’ αρκούδι, το μελό έσπειρεν το στης Πάχνης το λιβάδι και φέρεν το σο βασιλιό
(Παλεύει και ο Φωκάς με την αρκούδα, χύνει τα μυαλά της στης Πάχνης το λιβάδι και την φέρνει στον βασιλιά)
Τελμ.
-Αινατζ.
Γιομούταν dα μελόια τ’
(Γέμιζε ο εγκέφαλός τους (των βουβαλιών με βδέλλες))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
4. Μυελός των οστών
Μαλακ., Σινασσ.