ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μυαλό (ουσ. ουδ.) μυαλό [mɲaˈlo] Σίλ. μελό [meˈlo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. μελός [meˈlos] Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. μεγός [meˈɣos] Φάρασ. μεός [meˈos] Φάρασ. Πληθ. μελά [meʹla] Μισθ. μελόια [meʹloja] Μισθ. μελούς [meʹlus] Αξ. Από το μεσν. ουσ. μυαλόν (< μεταγν. μυαλός < αρχ. μυελός).
1. Μυαλό ως έδρα της σκέψης, νους ό.π.τ. : Ισ̑ύ ακλι̂́ ’σαι, μι dου μελό σ’ εμένα κύριουιζ μι (Εσύ είσαι έξυπνος, εμένα με το μυαλό σου με νίκησες) Μισθ. -Dawk. Ό,τι είχαν σο μελό τ'νε, είπαν ντο (Ό,τι είχε στο μυαλό του, το είπε) Αξ. -Dawk. Μελόζ-ου-σ' ντε κόφτ' (Το μυαλό σου δεν κόβει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα μικρά μην τα κουπανίγειτ' πολύ, χάνουν το μελό τουν (Τα μικρά (παιδιά) μην τα δέρνετε πολύ, χάνουν το μυαλό τους) Γούρδ. -Καράμπ. Σωτήρεψε τα μυαλά στο κεφάλι σ’ (Μάζεψε τα μυαλά σου στο κεφάλι σου, συγκεντρώσου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ντου μελό μ' μπουλάντσιν (Θόλωσε το μυαλό μου) Μισθ. -Κοτσαν. Σ’ εττά τα λόγια βασ̑ιλιού μελός δεν πήγεν (Αυτά τα λόγια ο βασιλιάς δεν τα κατάλαβε, δεν πήγε το μυαλό του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Όλη μέρα δου μελός τ' σου κάτσιμου (Όλη μέρα το μυαλό του στο καθισιό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Δου μελό τ' τσόουν σου φουτουλάντημα (Το μυαλό του ήταν στο παίνεμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μελός χουτί (Μυαλό τετράγωνο˙ Για έπαινο ή ειρωνία) Μαλακ. -Τζιούτζ. Ντιράμ μελό dεν έ’εις (Δράμι μυαλό δεν έχεις˙ είσαι πολύ χαζός) Μισθ. -Κοτσαν. Έφαγεν το μελό μου (Μου έφαγε το μυαλό˙ με ενόχλησε πολύ) Φλογ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έφαγεν το μελό τ' (Έφαγε το μυαλό του˙ σκέφτηκε κάτι πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρου ντου μελό τ’ (Του παίρνω το μυαλό˙ Τον ζαλίζω, τον τρελαίνω) Μισθ. -Κοτσαν. Παντζ̑άρ' σο μελό σ' (Παντζάρι στο μυαλό σου˙ για τους κουτούς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χάσεν ντα μελά τ’ (Έχασε τα μυαλά του˙ τρελάθηκε, χάζεψε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το μελό τ’ γκατσι̂́ρτσιν (Έδιωξε το μυαλό του˙ τρελάθηκε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Πήριν dα άνουμους μυαλά τ’ (Πήρε ο αέρας τα μυαλά του˙ πήραν τα μυαλά του αέρα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το μελό τ’ γένεν εφτά οχτώ ελλί παρά (Το μυαλό του έγινε εφτά, οχτώ, πενήντα παράδες˙ το μυαλό του είναι σκόρπιο, λέει ασυναρτησίες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Μελό τ’ έκοψεν (Κόβει το μυαλό του˙ είναι έξυπνος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ντο μελό σ’ dέ κρατα (Το μυαλό σου δεν κρατά˙ δέν σου κόβει, δεν είσαι έξυπνος) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. Ο μεγός σα μη ζεσταθεί την άνοιξη, το σ̑ειμό το χαρϊένι τζ̑ο βράζει (Το μυαλό αν δεν ζεσταθεί το καλοκαίρι, το χειμώνα το καζάνι δεν βράζει˙ Αν δεν προνοήσει κανείς το καλοκαίρι, το χειμώνα δεν θα έχει προμήθειες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τα μάτια και τ’ αφτιά χωρίς μελός νε ρανούν νε ακούν (Τα μάτια και τ' αφτιά χωρίς μυαλό ούτε βλέπουν ούτε ακούν˙ Η όραση και η ακοή χωρίς μυαλό είναι άχρηστες) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Σι κιφάλι τ’ το δεν έχ’ μελός γυρίζ̑’ ταγτάν ταγά (Όποιος δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του γυρίζει από βουνό σε βουνό˙ όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, όποιος δεν προνοεί καταλήγει να κάνει μεγαλύτερο κόπο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. ακίλι :1, κουρσάχι, νους :1, φικίρι, χατίρι :3
2. Mνήμη Μισθ., Σίλ. : Μυαλό ρεν έσ̑ει (Δεν έχει μνήμη, δεν έχει καλό μνημονικό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ισύ κρατάς τα σου μελό σ', δεν ντου ζορμονάς (Εσύ το κρατάς στο μυαλό σου, δεν το ξεχνάς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. χατίρι :3
3. Μυαλό ως όργανο του σώματος, εγκέφαλος Μαλακ., Μισθ., Τελμ. : «Ουφ τ͑είο!», είπι, έπισι ντετσ̑ού, 'πόμειν', κονώαν ντα μελά τ', κόνουσι ντα μελά τ' («Ωχ θείε!», είπε, έπεσε εκεί, έμεινε, χύθηκαν τα μυαλά του, έχυσε τα μυαλά του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παλαίει και Φωκάς τ’ αρκούδι, το μελό έσπειρεν το στης Πάχνης το λιβάδι και φέρεν το σο βασιλιό (Παλεύει και ο Φωκάς με την αρκούδα, χύνει τα μυαλά της στης Πάχνης το λιβάδι και την φέρνει στον βασιλιά) Τελμ. -Αινατζ. Γιομούταν dα μελόια τ’ (Γέμιζε ο εγκέφαλός τους (των βουβαλιών με βδέλλες)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
4. Μυελός των οστών Μαλακ., Σινασσ.