ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακίλι (ουσ. ουδ.) ακ͑ι̂́λ [aˈkʰɯl] Αραβαν., Αραβ., Ουλαγ., Τελμ. ακ̇ίλι [aˈkili] Τελμ. αχ̇ίλι [aˈxili] Φάρασ. 'χ̇ίλι [ˈxili] Φάρασ. 'χ̇ίλι [ˈxile] Φάρασ. άκ'λι [ˈakli] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. akıl = μυαλό, όπου και διαλεκτ. τύπ. ahıl. Ο τύπ. άκλι από τον κτητικό τύπ. aklı.
1. Νους, μυαλό ό.π.τ. : Ο ασλάνος ένι βυνατό τζαναβάρι, με τ’ αχ̇ίλι του ένι λειψό (Το λιοντάρι είναι δυνατό θηρίο, αλλά το μυαλό του είναι λειψό) Φάρασ. -Παπαδ. 'ς ούλ-λα τα βεζίρια απάνω ήτουν γκι ένα κονdό κονdό, άμ-μα σο άκλι ντιαβολιού το μέγα ήτουν (Επικεφαλής όλων των βεζίρηδων ήταν κι ένας πολύ κοντός, αλλά στο μυαλό ήταν ο αρχηγός των διαβόλων) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Και κείνη ντουσ̑ΰντ'σεν και ήρτεν 'ς ακίλι τ' (Κι εκείνη συλλογίστηκε, και ήρθε στο μυαλό της, θυμήθηκε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Βγαίνει 'ς τ' αχ̇ίλι μου (Βγαίνει από το μυαλό μου˙ το ξεχνώ) Φάρασ. -Αναστασ. Σαμού παίρκεν ο κόσμος χ̇ίλε, συ σο θύριν μπίσου ήσουνε (Όταν έπαιρνε ο κόσμος μυαλό, εσύ ήσουν πίσω από την πόρτα;˙ Λέγεται ειρων. σε άμυαλο άνθρωπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το ακ͑ίλ μ' ντε γερντίσ̑' (το μυαλό μου δεν φτάνει˙ δεν καταλαβαίνω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σαμού τζ̑ο σ̑ο νομάτ' παράδε, άτσονdου 'α να 'σ̑' 'χ̇ίλι, φαϊτάς τζ̑ό 'σ̑ει (Όταν δεν έχει ο άνθρωπος χρήματα, όσο κι άν έχει μυαλό, κέρδος δεν έχει˙ για την αξία του χρήματος έναντι της ευφυΐας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ντε κόφτσ̑ει τ’ ακΙλι τ’ (Δεν κόβει το μυαλό του˙ δεν είναι έξυπνος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. 'σ' σού να κουβαλαίν' στσ̑υλί ση σουρού, κουβάλ' τ' αχ̇ίλι σο τσ̑ουφάλι σου (Αντί να κουβαλάς σκυλί στο κοπάδι, κουβάλα το μυαλό σου στο κεφάλι σου˙ τα προβλήματα τα λύνει κάποιος με την ευφυΐα του και όχι με την βοήθεια άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κουρσάχι, μυαλό, νους :1, φικίρι, χατίρι
2. Σκέψη Φάρασ. : Καθούτουν 'ς ένα καρυδού στσ̑αΐδι τσ̑αι νανούτουν αν 'το λιέγα χι̂́λα̈ (Καθόταν στην σκιά μιας καρυδιάς και σκεφτόταν μερικές τέτοιες σκέψεις) Φάρασ. -Αναστασ. || Ασμ. Χιτάτε να υπάμ’ μο το ορτόν το ’χ̇ίλι
Να ’ορτάσωμεν τον Άιζ-Βασίλη
(Ορμάτε να πάμε με ορθή σκέψη
να γιορτάσουμε τον Άγιο Βασίλειο)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. ντυσυνγκέ, τουσουνμάς, τουσούντημα
3. Συμβουλή : Δώτσ̑εν ντα αν αχίλι· είπεν ντι κι: «Κανείνα μη ντα λές» (Του έδωσε μιά συμβουλή· του είπε: «Σε κανέναν μη το πεις») Φάρασ. -Dawk. 'α σε δώσω α 'χ̇ίλι· 'κούσε τα (Θα σου δώσω μιά συμβουλή· άκουσέ την) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.