ακίλι
(ουσ. ουδ.)
ακ͑ι̂́λ
[aˈkʰɯl]
Αραβαν., Αραβ., Ουλαγ., Τελμ.
ακ̇ίλι
[aˈkili]
Τελμ.
αχ̇ίλι
[aˈxili]
Φάρασ.
'χ̇ίλι
[ˈxili]
Φάρασ.
'χ̇ίλι
[ˈxile]
Φάρασ.
άκ'λι
[ˈakli]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. akıl = μυαλό, όπου και διαλεκτ. τύπ. ahıl. Ο τύπ. άκλι από τον κτητικό τύπ. aklı.
1. Νους, μυαλό
ό.π.τ.
:
Ο ασλάνος ένι βυνατό τζαναβάρι, με τ’ αχ̇ίλι του ένι λειψό
(Το λιοντάρι είναι δυνατό θηρίο, αλλά το μυαλό του είναι λειψό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'ς ούλ-λα τα βεζίρια απάνω ήτουν γκι ένα κονdό κονdό, άμ-μα σο άκλι ντιαβολιού το μέγα ήτουν
(Επικεφαλής όλων των βεζίρηδων ήταν κι ένας πολύ κοντός, αλλά στο μυαλό ήταν ο αρχηγός των διαβόλων)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Και κείνη ντουσ̑ΰντ'σεν και ήρτεν 'ς ακίλι τ'
(Κι εκείνη συλλογίστηκε, και ήρθε στο μυαλό της, θυμήθηκε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Βγαίνει 'ς τ' αχ̇ίλι μου
(Βγαίνει από το μυαλό μου˙ το ξεχνώ)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σαμού παίρκεν ο κόσμος χ̇ίλε, συ σο θύριν μπίσου ήσουνε
(Όταν έπαιρνε ο κόσμος μυαλό, εσύ ήσουν πίσω από την πόρτα;˙ Λέγεται ειρων. σε άμυαλο άνθρωπο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ακ͑ίλ μ' ντε γερντίσ̑'
(το μυαλό μου δεν φτάνει˙ δεν καταλαβαίνω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σαμού τζ̑ο σ̑ο νομάτ' παράδε, άτσονdου 'α να 'σ̑' 'χ̇ίλι, φαϊτάς τζ̑ό 'σ̑ει
(Όταν δεν έχει ο άνθρωπος χρήματα, όσο κι άν έχει μυαλό, κέρδος δεν έχει˙ για την αξία του χρήματος έναντι της ευφυΐας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ντε κόφτσ̑ει τ’ ακΙλι τ’
(Δεν κόβει το μυαλό του˙ δεν είναι έξυπνος)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
'σ' σού να κουβαλαίν' στσ̑υλί ση σουρού, κουβάλ' τ' αχ̇ίλι σο τσ̑ουφάλι σου
(Αντί να κουβαλάς σκυλί στο κοπάδι, κουβάλα το μυαλό σου στο κεφάλι σου˙ τα προβλήματα τα λύνει κάποιος με την ευφυΐα του και όχι με την βοήθεια άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κουρσάχι, μυαλό, νους :1, φικίρι, χατίρι
2. Σκέψη
Φάρασ.
:
Καθούτουν 'ς ένα καρυδού στσ̑αΐδι τσ̑αι νανούτουν αν 'το λιέγα χι̂́λα̈
(Καθόταν στην σκιά μιας καρυδιάς και σκεφτόταν μερικές τέτοιες σκέψεις)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Ασμ.
Χιτάτε να υπάμ’ μο το ορτόν το ’χ̇ίλι
Να ’ορτάσωμεν τον Άιζ-Βασίλη (Ορμάτε να πάμε με ορθή σκέψη
να γιορτάσουμε τον Άγιο Βασίλειο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ντυσυνγκέ, τουσουνμάς, τουσούντημα
Να ’ορτάσωμεν τον Άιζ-Βασίλη (Ορμάτε να πάμε με ορθή σκέψη
να γιορτάσουμε τον Άγιο Βασίλειο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ντυσυνγκέ, τουσουνμάς, τουσούντημα
3. Συμβουλή
:
Δώτσ̑εν ντα αν αχίλι· είπεν ντι κι: «Κανείνα μη ντα λές»
(Του έδωσε μιά συμβουλή· του είπε: «Σε κανέναν μη το πεις»)
Φάρασ.
-Dawk.
'α σε δώσω α 'χ̇ίλι· 'κούσε τα
(Θα σου δώσω μιά συμβουλή· άκουσέ την)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.