ακατσούκα
(ουσ. θηλ.)
ακατσούκα
[akaˈtsuka]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
'κατσ̑ούκα
[kaˈtʃuka]
Μαλακ.
ανατσούκα
[anaˈtsuka]
Φλογ.
κιατσούκια
[caˈtsuca]
Μισθ.
κετσούκα
[ceˈtsuka]
Μισθ.
κ͑ετσ̑ούκε
[kʰeˈtʃuce]
Μισθ.
κ͑ετσ̑ούε
[kʰeˈtʃue]
Μισθ.
εκετζίκα
[eceˈdzika]
Αραβ., Ουλαγ., Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ekecik = πήλινο σκεύος μαγειρέματος. Πιθ. σχετίζεται απώτερα με το ουσ. τσούκα (Costakis, 1964: 13).
Πβ.
τσούκα
Πήλινη χύτρα
ό.π.τ.
:
Ηύρα πούλ’σα μαλλιά και qόρασα ακατσούκες
(Έφερα πούλησα μαλλιά και αγόρασα τσουκάλια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Χέκιξαμ' κιατσιούκια μι ντα παχλά σου ντουνdούρ'
(Βάζαμε την χύτρα με τα φασόλια στο ταντούρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα πουδάρια τ' πλυνίσκει τα 'ς ακατσούκα
(Πλένει τα πόδια του σε πήλινη λεκάνη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τι άρες παίρισ̑κεν κετσ̑ούκα;
(Τι άραγες χώραγε η χύτρα;)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Πβ.
βιτσί