ακόμα
(επίρρ.)
ακόμα
[aˈkoma]
Μαλακ.
ακούμα
[aˈkuma]
Μαλακ., Φλογ.
ακόμου
[aˈkomu]
Φάρασ.
ακούμ'
[aˈkum]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
ακόμ'
[aˈkom]
Φάρασ.
ακ͑όμ'
[aˈkʰom]
Φερτάκ.
'κόμ'
[kom]
Ανακ.
'κόμη
[ˈkomi]
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀκόμα και ἀκόμη, τα οπ. από το μεσν. ἐπίρρ. ἀκομήν (< αρχ. ἀκμήν). Για την σύνταξη ως περιφραστ. συγκριτ. βλ. Αναστασιάδης (1976: 67-68).
1. Ακόμα
ό.π.τ.
:
Κοιμάτι ακόμα
(Κοιμάται ακόμα)
Μαλακ.
-Dawk.
Ελμεριώς 'ν' ακούμ'
(Μέρα είναι ακόμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φύλαξε ακούμ' λίγο
(Φύλαξε λίγο ακόμα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Έντουν μισημέρ' τσ̑αι 'κόμη το ποτάμι έν' κρύου
(Αν και έγινε μεσημέρι, το ποτάμι είναι ακόμη κρύο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Έλα ακούμα να σε δείξω κι άλλα ντϋζένια
(Έλα να σου δείξω ακόμα περισσότερα κόλπα)
Φλογ.
-Dawk.
Ντε σι γκιαλάιψι ακούμα
(Δεν σου μίλησε ακόμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'κόμη τίπους τζ̑ό μα ποίτσινι
(Ακόμα δεν μου έκανε τίποτα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
'κόμη μικρό είσου
(Είσαι ακόμα μικρός)
Σίλ.
-Συλλ.
Κόρ', ακούμ' κοιμάσι; Νάσ' κοιμάσι;
(Κόρη μου, ακόμα κοιμάσαι; Γιατί κοιμάσαι;)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Ναίκα τ' ακ͑όμ' ήτ͑ον τελίγαγνε
(Η γυναίκα του ήταν ακόμη μικρή)
Φερτάκ.
-Thumb
|| Φρ.
Ακούμ' μάνα σ' το γάλα μυρίσ̑ σο στόμα σ'
(Ακόμα της μάνας σου το γάλα μυρίζει στο στόμα σου˙ Στους μικρούς που κάνουν πως γνωρίζουν τα πάντα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
μπιλέ
2. Μόλις
Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
:
Ακούμ' εχτές χάη
(Μόλις χθές πέθανε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Kαινιργιά ήρτ' ακούμ'
(Μόλις τώρα ήρθα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ακούμ' τσαίνουργιας ντου μποίκα
(Μόλις τώρα το έκανα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Δαρά ξέβαν ακόμα
(Τώρα μόλις βγήκαν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
άντζακ, χεμέν
3. Περισσότερο, πιο
Γούρδ., Σίλ.
:
Ορνιχιού το κιριάς ασ' ούλα τα κιριάτα ακούμ' τρυφερό 'ναι
(Το κρέας της κότας είναι πιο τρυφερό από όλα τα κρέατα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ακούμ' καλό 'ναι
(Είναι καλύτερος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
άλλα-λίγο, άλλος, νταχά, περισσός, πιο