πιο
(επίρρ.)
πιο
[pço]
Γούρδ., Σινασσ.
Από το μεσν. επίρρ. πλιό > πιό, το οπ. από το αρχ. επίρρ. πλέον (συγκριτ. του επίθ. πολύς) με συνίζ.
Πιο, περισσότερο
ό.π.τ.
:
Ετό έν' ας εμέν πιο άσπρος
(Αυτός είναι πιο άσπρος από μένα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.