ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιο (επίρρ.) πιο [pço] Γούρδ., Σινασσ. Από το μεσν. επίρρ. πλιό > πιό, το οπ. από το αρχ. επίρρ. πλέον (συγκριτ. του επίθ. πολύς) με συνίζ.
Πιο, περισσότερο ό.π.τ. : Ετό έν' ας εμέν πιο άσπρος (Αυτός είναι πιο άσπρος από μένα) Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. ακόμα, άλλα-λίγο :2, άλλος, νταχά, περισσός
Τροποποιήθηκε: 25/12/2024