ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πινέκι (ουσ. ουδ.) πινέκι [piˈneci] Σινασσ. πινέκ' [piˈnek] Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φλογ. π͑ινέκ' [pʰiˈnek] Αξ. Από το αρχ. ουσ. πινάκιον, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pinean, pinavun ως δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1987α: 103).
Πιάτο ό.π.τ. : Το κάτα έγλειψε το πινέκ' (η γάτα έγλειψε το πιάτο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Δώκεν ντόνε έφαγεν ένα πινέκ' λόρος με ωβά σουγγάτος και ένα κ'λούρ' ψωμί (Του έδωσε και έφαγα ένα πιάτο μυτζήθρα με αβγά σφουγγάτο και μιά κουλούρα ψωμί) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. πιάτο, σκουτέλι, ταμπάκι, τεκέρι
β. Πιάτο με φρούτα ή φαγητά ως δώρο στα πεθερικά Αξ., Σινασσ.