πινέκι
(ουσ. ουδ.)
πινέκι
[piˈneci]
Σινασσ.
πινέκ'
[piˈnek]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φλογ.
π͑ινέκ'
[pʰiˈnek]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. πινάκιον, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pinean, pinavun ως δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1987α: 103).
β.
Πιάτο με φρούτα ή φαγητά ως δώρο στα πεθερικά
Αξ., Σινασσ.