πιλίτς
(ουσ. ουδ.)
μπιλίτς̑
[biˈlitʃ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. piliç = μικρό κοτόπουλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. διαλεκτ. biliç, το οπ. πιθ. αντιδάν. από το μεσν. ουσ. πουλίτσιν (πβ. Nişanyan 2002-2022, λ. piliç).
Κοτόπουλο
:
Σάξι ένα μπιλίτς̑, ας φάει, κόψι δου ας φάει, μποίκι δου 'να σούπα, ας φάει δου φσ̑άαχ
(Σφάξε ένα κοτόπουλο, ας φάει, κόψε το κομματάκια, ας φάει, κάνε το σούπα, ας φάει το παιδί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ορνίθι