πιρέ
(ουσ. ουδ.)
πϋρέ
[pyˈre]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. pire = ψύλλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. püre.
Ψύλλος
Συνών.
ψύλλος