ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψύλλος (ουσ.) ψύλλος [ˈpsilos] Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ. ψ̑ύλλος [ˈpʃilos] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. ψύλλους [ˈpsilus] Μισθ., Σίλ. ψύ'ος [ˈpsios] Φάρασ. Πληθ. ψύλλ' [psil] Ανακ. Από το αρχ. ουσ. ψύλλος. Για την σημ. 2 πβ. την αρχ. ή μεταγν. σημ. του θηλ. ψύλλα = έντομο παράσιτο των ρεπανιών και των ρεβιθιών.
1. Ψύλλος ό.π.τ. : Ψύλλ' πολλά ήτανdε το καλοκαίρ' (Ήταν πολλοί οι ψύλλοι το καλοκαίρι) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Ψύ'ος τζ̑ο δάκνει σε! (Ψύλλος δεν σε τσιμπάει!˙ Καρφί δεν σου καίγεται! Για αδιάφορος άνθρωπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Για τον ψύλλον καίει το πάπλωμα τ' (Για τον ψύλλο καίει το πάπλωμά του˙ Για εκείνους που θυσιάζονται επειδή μένουν πιστοί στις ιδέες τους) Σινασσ. -Αρχέλ. 'ς ένα ψ̑ύλλος κι μόνο κάφτ' ένα γιοργάνι (Για έναν ψύλλο και μόνο καίει ένα πάπλωμα˙ Για επίμονους και πεισματάρηδες ανθρώπους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Ο Μάρτης σ' ιμάς, τσαι οι ψύλλοι σ' ισάς (Ο Μάρτης σε μάς και οι ψύλλοι σε σας
(επωδός κατά των ψύλλων σε μαρτιάτικο έθιμο))
Φάρασ. -Ιορδαν.
Συνών. πιρέ
2. Ειδικότ., παρασιτικό έντομο της ρόβης Μισθ.