ψυχομαχώ
(ρ.)
Αόρ. Υποτ. γ' Εν.
ψ̑υχομήσ'
[pʃixoˈmis]
Ανακ.
Από το μεταγν. ρ. ψυχομαχέω-ῶ.
Ψυχομαχώ
Πβ.
ψυχή :1