ψυλλίστρα
(ουσ.)
ψυλλίστρα
[psi'listra]
Μισθ.
ψελλίστρα
[pse'listra]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. ψύλλιον (Plantago psyllium) και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα. Πβ. και μεσν. ψύλλιθρον ‘είδος φυτού, πιθ. η κόνυζα’ καθώς και τους ν.ε. διαλεκτ. τύπ. ψυλλήθρα, ψυλλίστρα ‘κόνυζα’ (Γεννάδιος 1914: 536, 1048).
1. Καλλωπιστικό φυτό, λεβαντίνη
Μαλακ.
2. Εδώδιμο φυτό που τρωγόταν ωμό με ψωμί και αλάτι
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 15/02/2024