ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψυλλίστρα (ουσ.) ψυλλίστρα [psi'listra] Μισθ. ψελλίστρα [pse'listra] Μαλακ. Από το μεταγν. ουσ. ψύλλιον (Plantago psyllium) και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα. Πβ. και μεσν. ψύλλιθρον ‘είδος φυτού, πιθ. η κόνυζα’ καθώς και τους ν.ε. διαλεκτ. τύπ. ψυλλήθρα, ψυλλίστρα ‘κόνυζα’ (Γεννάδιος 1914: 536, 1048).
1. Εδώδιμο φυτό που τρωγόταν ωμό με ψωμί και αλάτι Μισθ.
2. Καλλωπιστικό φυτό, λεβαντίνη Μαλακ.