ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψιλίτσικος (επίθ.) ψιλίτσ'κο [psi'litsko] Αξ. ψελίτσικου [pse'litsiku] Μισθ. ψιλίσ̑κουμ [psi'liʃkum] Τροχ. ψελίσ̑κο [pse'liʃko] Αξ., Αραβαν. Από το επίθ. ψιλός, όπου και τύπ. ψελός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
1. Ψιλούτσικος, πολύ λεπτός ό.π.τ. : Ψελίτσικα τσ̑ίπρες (Πολύ ψιλές καλτσοβελόνες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ̑άνιξις του ψελίτσικου (Το έκανες πολύ ψιλό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήφαρεν δύο γομάρε νάμμος τζ̑αι δύο γομάρε ψε'ίκο τζ̑άχρι (Έφεραν δύο φορτία άμμο και δύο φορτία ψιλά σιτηρά) Φάρασ. -Dawk. Τα ψελίτσικα φίγια λέπρα 'νdι (Τα λεπτά φίδια είναι επικίνδυνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Kούνdειναν λίγο ψιλίτσ'κο άχυρο (Έριχναν λίγο ψιλούτσικο άχυρο) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Κόβισ̑καμ’ ντο ψιλίσ̑κουμ ψιλίσ̑κουμ (Το κόβαμε ψιλό ψιλό) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Ψελούτσικα παράδια (Ψιλά χρήματα˙ ψιλά) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333
2. Το ουδ. ως ουσ., το μικρό παιδί Μισθ. : Έχου τρία ψελίτσικα (Έχω τρία μικρά παιδιά) Μισθ.
3. Το ουδ. ως ουσ., το ψιλό κόσκινο Μισθ. Συνών. αδροκόσκινο, αδρός :3, αρυκόσκινο :1, καλμπούρι :1