ψιλίτσικος
(επίθ.)
ψιλίτσ'κο
[psi'litsko]
Αξ.
ψελίτσικου
[pse'litsiku]
Μισθ.
ψιλίσ̑κουμ
[psi'liʃkum]
Τροχ.
ψελίσ̑κο
[pse'liʃko]
Αξ., Αραβαν.
Από το επίθ. ψιλός, όπου και τύπ. ψελός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
1. Ψιλούτσικος, πολύ λεπτός
ό.π.τ.
:
Ψελίτσικα τσ̑ίπρες
(Πολύ ψιλές καλτσοβελόνες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑άνιξις του ψελίτσικου
(Το έκανες πολύ ψιλό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ήφαρεν δύο γομάρε νάμμος τζ̑αι δύο γομάρε ψε'ίκο τζ̑άχρι
(Έφεραν δύο φορτία άμμο και δύο φορτία ψιλά σιτηρά)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα ψελίτσικα φίγια λέπρα 'νdι
(Τα λεπτά φίδια είναι επικίνδυνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Kούνdειναν λίγο ψιλίτσ'κο άχυρο
(Έριχναν λίγο ψιλούτσικο άχυρο)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Κόβισ̑καμ’ ντο ψιλίσ̑κουμ ψιλίσ̑κουμ
(Το κόβαμε ψιλό ψιλό)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ψελούτσικα παράδια
(Ψιλά χρήματα˙ ψιλά)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
2. Το ουδ. ως ουσ., το μικρό παιδί
Μισθ.
:
Έχου τρία ψελίτσικα
(Έχω τρία μικρά παιδιά)
Μισθ.