ψήσιμο
(ουσ.)
ψήσιμο
[ˈpsisimo]
Γούρδ.
ψ̑ήσ̑ιμο
[ˈpʃiʃimo]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
ψ̑ήσιμου
[ˈpʃisimu]
Μισθ.
ψήσιμα
[ˈpsisima]
Μισθ.
ψ̑ήσ̑ιμα
[ˈpʃiʃima]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ψήσιμον (βλ. Λεξ. Σομ., λ. cottione).
1. Η ενέργεια του ψήνω
ό.π.τ.
:
Φκιάισ̑καν το πουσ̑ί και πασ̑λάταναν το ψ̑ήσιμο
(Έφτιαχναν την τυρόπιτα και άρχιζαν το ψήσιμο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κρεύισκι τσ' άλλου ψήσιμα
(Ήθελε κι άλλο ψήσιμο, ενν. το φαγητό)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
κάφτημα
2. Το πλύσιμο του κετσέ
Μισθ.